εὐρώεις — mouldy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρώεντα — εὐρώεις mouldy neut nom/voc/acc pl εὐρώεις mouldy masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρώεντες — εὐρώεις mouldy masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρώεντι — εὐρώεις mouldy masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρώεντος — εὐρώεις mouldy masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρώεσσα — εὐρώεις mouldy fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρώεσσαν — εὐρώεις mouldy fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρώεσσ' — εὐρώεσσα , εὐρώεις mouldy fem nom/voc sg εὐρώεσσαι , εὐρώεις mouldy fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρώς — εὐρώς, ῶτος, ὁ (Α) η μούχλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφίβολης ετυμολ. Σχηματισμός κατά τα ιδρώς, γέλως, έρως. Το ε θεωρείται προθεματικό. Εικάζεται αρχικός τ. *ε Fρ ώς που συνδέεται με τα αρχ. ινδ. vrnoti «καλύπτω», varna «χρώμα». Κατ άλλη άποψη, ο αρχικός τ.… … Dictionary of Greek
πηλώεις — εσσα, εν, Α πηλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + κατάλ. όεις* με ω για μετρικούς λόγους πιθ. κατά το εὐρώεις] … Dictionary of Greek